- καβαλίκεμα
- και καβαλίκευμα, τό (Μ καβαλίκευμα) [καβαλικεύω]το να καβαλικεύει κάποιος άλογο ή άλλο υποζύγιο ή να κάθεται καβάλα πάνω σε κάτινεοελλ.1. (για ζώα) βάτεμα, όχευση2. (για ανθρώπους με αισχρή σημ.) συνουσία, πήδημαμσν.μάχη εκ τού συστάδην, μονομαχία.
Dictionary of Greek. 2013.